ανασκαλίζω

ανασκαλίζω
ανασκαλεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανατσυγγρίζω — ερεθίζω πάλι, ανασκαλίζω, υποδαυλίζω …   Dictionary of Greek

  • ανασκαλεύω — (και ανασκαλίζω), εψα, εύτηκα, εμένος 1. ανασκάβω κάτι ελαφρά: Μην ανασκαλεύεις πια άλλο, βράδιασε. 2. συδαυλίζω τη φωτιά: Του άρεσε, τα βράδια του χειμώνα, ν ανασκαλεύει τη φωτιά στο τζάκι. 3. αναμοχλεύω, ανακινώ (παλιά υπόθεση): Μην τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”